- Νηρῄδων
- Νηρηίςdaughter of Nereusfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκατόμπους — ἑκατόμπους, ο, η (Α) αυτός που έχει εκατό πόδια («ἑκατόμποδων Νηρῄδων») … Dictionary of Greek
εξελίσσω — (Α ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω) με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία») νεοελλ. μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα») αρχ. 1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek
κομιστής — ο (Α κομιστής) [κομίζω] νεοελλ. 1. αυτός που φέρνει κάτι, που κομίζει κάτι («κομιστής κακών αγγελιών) 2. (νομ.) ο κάτοχος ανώνυμου χρεωγράφου, ο οποίος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πληρωμή από τον εκδότη του αρχ. 1. αυτός που φροντίζει για… … Dictionary of Greek